παραμένουσα

παραμένουσα
παραμένω
stay beside
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραμενούσας — παραμενούσᾱς , παραμένω stay beside fut part act fem acc pl (attic epic doric) παραμενούσᾱς , παραμένω stay beside fut part act fem gen sg (doric) παραμενούσᾱς , παραμένω stay beside pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμένουσ' — παραμένουσα , παραμένω stay beside pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) παραμένουσι , παραμένω stay beside pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παραμένουσι , παραμένω stay beside pres ind act 3rd pl (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγκεμίτης — ο (ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο τού σιδήρου, η σύσταση τού οποίου προσεγγίζει αυτήν τού τριοξειδίου τού σιδήρου και το οποίο παρουσιάζει υψηλή μαγνητική επιδεκτικότητα και έντονη παραμένουσα μαγνήτιση …   Dictionary of Greek

  • παλαιομαγνητισμός — ο γεωλ. μαγνητισμός ο οποίος παραμένει σε ένα πέτρωμα ως αποτέλεσμα τού προσανατολισμού τού γήινου μαγνητικού πεδίου κατά την χρονική στιγμή τού σχηματισμού τού πετρώματος στο γεωλογικό παρελθόν, αλλ. παραμένουσα μαγνήτιση …   Dictionary of Greek

  • σιδηροηλεκτρισμός — Χαρακτηριστική ιδιότητα μερικών κρυσταλλικών διηλεκτρικών υλικών να παρουσιάζουν μια αυτόματη πόλωση, η οποία μπορεί να αλλάζει σημείο, εξαιτίας της δράσης ενός ηλεκτρικού πεδίου που εφαρμόζεται εξωτερικά. Η αυτόματη πόλωση μειώνεται με την… …   Dictionary of Greek

  • σιδηρομαγνητισμός — Ιδιότητα ορισμένων στερεών σωμάτων να παρουσιάζουν αυτόματη μαγνήτιση και να μαγνητίζονται έντονα, όταν εισάγονται μέσα σ’ ένα μαγνητικό πεδίο. Εκτός από το σίδηρο, στον οποίο διαπιστώθηκε πρώτα η ιδιότητα αυτή και έτσι προήλθε ο όρος σ., σώματα… …   Dictionary of Greek

  • υπεραγωγιμότητα — Φαινόμενο κατά το οποίο πέφτει απότομα στο μηδέν η ηλεκτρική αντίσταση μερικών μετάλλων, όταν οδηγηθούν σε πολύ χαμηλές θερμοκρασίες· η θερμοκρασία στην οποία πραγματοποιείται η πτώση της αντίστασης ενός δεδομένου υλικού καλείται κρίσιμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”